υγιεινολογικός

υγιεινολογικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο (βλ. λλ.): Υγιεινολογικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υγιεινολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”